Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κναφήιον — κναφήιον, τὸ (AM) βλ. γναφείο … Dictionary of Greek
γναφείo — το (AM γναφεῑον, Α και κναφεῑον και κναφήϊον) [κναφεύς] το εργαστήριο τού βυρσοδέψη … Dictionary of Greek